ἀνάκτορον
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
τό,
A king's dwelling, palace, in pl., AP9.657 (Marian.): mostly of the dwelling of gods, temple, shrine, Δήμητρος ἀ. ib.147 (Antag.); Θέτιδος εἰς ἀ. E.Andr.43: pl., ib.117, al., S.Fr.757; τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀ. Hdt.9.65, cf. Hegesand.8, Posidon.41, Chor.p.86.24B.
German (Pape)
[Seite 194] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτορον: τό, βασιλικὸν ἐνδιαίτημα, μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, ναός, σηκός, ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον (ἔνθα τὸ ἱρὸν ἴσως εἶναι προσθήκη ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65.