κόσος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
η, ον, Ion.for πόσος.
German (Pape)
[Seite 1493] η, ον, ion. = πόσος.
Greek (Liddell-Scott)
κόσος: -η, -ον, Ἰων. καὶ Αἰολ. πόσος· ὡς κότε,..κοῦ, κω, κῶς, ἀντὶ πότε, ποῦ, πω, πῶς, οὕτω ὁκόσος, ὁκότερος, ὁκότε, ὅκως, κοῖος, ἀντὶ ὁπόσος, ὁπότερος, ὁπότε, ὅπως, ποῖος. ― Πρβλ. πόσος ἐν τέλ.