ἀντιπάσχω

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπάσχω Medium diacritics: ἀντιπάσχω Low diacritics: αντιπάσχω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΣΧΩ
Transliteration A: antipáschō Transliteration B: antipaschō Transliteration C: antipascho Beta Code: a)ntipa/sxw

English (LSJ)

   A suffer in turn, κακὰ ἀ. suffer evil for evil, Antipho 4.2.3; δεσμούς X.Hier.7.12; τί ἂν δράσειαν αὐτούς, ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Th.6.35; δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά I receive good for good done, S.Ph.584; καλὸν τὸ εὖ ποιεῖν μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Arist.EN1163a1; ἀ. ἀντί τινος Th.3.61: abs., suffer for one's acts, X.An.2.5.17.    b to be affected in a contrary manner, ἡ ψυχὴ τοῖς σώμασιν ὡς ἀσώματος ἀντιπέπονθε Sallust.8; opp. συντρέχειν, Alex.Aphr.inTop.437.16.    2 τὸ ἀντιπεπονθός requital, Arist.EN1132b21 (Pythag.); of persons, εὔνοιαν ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν εἶναι ib.1155b33.    3 to be in the same proportion, πρός τι Id.Mech.850b2.    4 to be reciprocally proportional, Euc.6.14, al.; -πεπονθότα σχήματα figures having the sides about the equal angles reciprocally proportional, Id.6 Def.2, cf. Hero*Deff. 118. Adv. -πεπονθότως reciprocally, Archim.Aequil.1.6,7, al., cf. Iamb.in Nic.p.11 P.    II counteract, δυσουρίαις, θανασίμοις φαρμάκοις, Dsc.3.62,64.    III to be of opposite nature to, τινί Thphr.Lap. 14.    IV Gramm., ἀντιπεπονθώς reflexive, κατηγορήματα Stoic.2.59.    V to be adversely affected, Agathin. ap. Orib.10.7.11, Archig. ap.eund.8.2.15.

German (Pape)

[Seite 257] (s. πάσχω), dagegen erleiden, erdulden, κακά od. κακῶς, zur Vergeltung Böses erleiden, absolut, Xen. An. 2. 5, 17; vgl. Antiph. 4 β 3; Thuc. 3, 61; μεῖζον αντιπαθεῖν 6, 35; im guten Sinne, χρηστά oder εὖ, Gutes mit Gutem vergolten bekommen. Man zieht aus Plat. hierher ἀντ' εὖ πείσεται Gorg. 520 e; – im umgekehrten Verhältniß stehen womit, τινί, eigtl. das Entgegengesetzte erfahren, Math.; vgl. Pol. 34, 9; Plut. Plac. philos. 4, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπάσχω: μέλλ. -πείσομαι: ἀόρ. -έπᾰθον: - πάσχω καὶ αὐτός, κακὰ (ἢ κακῶς) ἀντ., πάσχω κακὸν ἀντὶ κακοῦ, Ἀντιφῶν 126. 16· τί ἂν δράσειαν αὐτοὺς ὅ τι οὐκ ἂν μεῖζον ἀντιπάθοιεν; Θουκ. 6. 35· δρῶν ἀντιπάσχω χρηστά, εὐεργετοῦμαι δι’ εὐεργεσίας ἃς ἔπραξα, Σοφ. Φ. 584· εἰ εὖ ποιήσας... ἀντ’ εὖ πείσεται Πλάτ. Γοργ. 520Ε, (ἴδε ἐν λ. ἀντευπάσχω), καλὸν δὲ τὸ εὖ ποιεῖν, μὴ ἵνα ἀντιπάθῃ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 8: - ὡσαύτως, ἀντ. ἀντί τινος Θουκ. 3. 61: ἀπολ., πάσχω ἕνεκα τῶν πράξεών μου, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 17. 2) τὸ ἀντιπεπονθός, ἡ ἀμοιβαιότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 1, κἑξ., ἀλλ’ ἐπὶ προσώπ., εὔνοιαν γὰρ ἐν ἀντιπεπονθόσι φιλίαν εἶναι, ἐν περιστάσεσιν ἀμοιβαιότητος, αὐτόθι 8. 2, 3. 3) εὑρίσκομαι ἐν τῇ αὐτῇ σχέσει· πρός τι ὁ αὐτ. Μηχαν. 3. 2. ΙΙ. ἀντενεργῶ, τινὶ Διοσκ. 3. 70, 74. ΙΙΙ. εἶμαι ἀντιθέτου φύσεως πρός, τινὶ Θεοφρ. Λιθ. 14, Πολύβ. 34. 9, 5. IV. ἀντιπεπονθότα, ῥήματα αὐτοπαθῆ, Διογ. Λ. 7. 64.