ταξιαρχία
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ,
A office of taxiarch, Arist.Pol.1322b3, Polyaen.3.9.10. II = τάξις 1.4b, Ascl.Tact.3.4, Arr.Tact.10.9, Ael.Tact.9.10.
German (Pape)
[Seite 1068] ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταξιαρχία: ἡ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ταξιάρχου, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 15, Πολύαιν. 3. 9. 10.