ὑπερπίπτω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A fall over, run over, of water, Plb.4.39.8; run over, project, τῶν τροπικῶν εἰς . . Str.2.2.2, cf. 2.5.27; fall over the edge, roll off, Arr.Tact.11.6. 2 fall beyond a point, pass over, [ὁ νότος] ὑ. [τῆς Αἰγύπτου] Arist.Pr.945a25; ὄρεα ὑπερπίπτοντα [πνεύματα] winds which pass over mountains, Hp.Vict.2.38; of missiles, Aen. Tact.32.9; of a badly adjusted νευρά in a torsion-engine, ἤτοι ὑπελεύσεται τὸν λίθον ἢ ὑπερπεσεῖται αὐτόν will slip over the top of the projectile, Hero Bel.112. 3 of a number, exceed, Vett.Val.352.13; also τὸν -πίπτοντα ἄρσενα the excess of males, PTeb701.45 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.327.46,569.131 (iii B.C.). II of Time, to be past, gone by, ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Hdt.3.71, cf. Hp.Mul.2.133; but ὁ -πεσὼν χρόνος overtime for which interest is due, PPetr. 3p.160 (iii B.C.), PAmh.2.50.19 (ii B.C.), POxy.1040.25 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1201] (s. πίπτω), darüber od. darauf fallen, darüber hinausfallen, -gehen, von Pfeilen od. Spießen, die übers Ziel fliegen, dah. auch übertreffen, Sp. Vgl. Pol. 4, 39, 8. – Von der Zeit, vorbeigehen, ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Her. 3, 71; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπίπτω: πίπτω, ῥέω ἄνωθεν, ἐπὶ ὕδατος, «τὸ προσγιγνόμενον καὶ πλεονάζον (ὕδωρ) ὑπερπῖπτον ἀπορρεῖν» Πολύβ. 4. 39, 8· προέχω, ἐξέχω, εἰς... Στράβ. 95, 127 2) πίπτω ἐπέκεινά τινος, τῆς χώρας Ἀριστ. Προβλ. 26. 44· ἐπὶ βελῶν ἢ ἀκοντίων, Αἰν. Τακτ. 32, Ἀρχ. Μαθημ. 141. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, «περνῶ», ἢν ὑπερπέσῃ ἡ νῦν ἡμέρη Ἡρόδ. 3. 71, πρβλ. Ἱππ. 648. 13.