πάππος

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάππος Medium diacritics: πάππος Low diacritics: πάππος Capitals: ΠΑΠΠΟΣ
Transliteration A: páppos Transliteration B: pappos Transliteration C: pappos Beta Code: pa/ppos

English (LSJ)

ὁ,

   A grandfather, Hdt.3.55, Ar.Eq.447, Nu.65, And.3.6; π. καὶ πάππου πατήρ Pl.Lg.856d; π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός on the mother's or father's side, ibid., cf. CIG1628, 3332, Poll.3.16: in pl., grandparents, CIG2837b (p.1117); also, generally, ascendants, ancestors, Pl.Tht.174e; ἐπὶ πάππους δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Arist.Pol.1275b24; εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος D.H.4.47; φυσάτω πάππους παρ' ἡμῖν Ar.Av.765, with pun on signf. 111, cf. Sch. ad loc.    2 a character in Com. dramas, Pantaloon, Poll.4.143.    II down on the seeds of certain plants, γραίας ἀκάνθης π. S.Fr.868; π. ἀπ' ἀκάνθης Eub.107.19: pl., Thphr.Sign.37, Arat.921, Dsc.4.96, Alex.33; = ἀκανθίς 11, Plin.HN25.168.    2 first down on the chin, opp. μύσταξ, Ruf.Onom.49, Poll.2.80, Eust.1353.57, Suid.    III a small bird in whose nest the cuckoo lays (cf. ὑπολαΐς), Ael.NA3.30, Sch.Ar.Av.766.

German (Pape)

[Seite 466] ὁ (vgl. πάππας), 1) der Großvater, vorzugsweise mütterlicher Seits; Ar. Equ. 447 Nubb. 63 u. A.; πάππος ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρός, Plat. Legg. IX, 856 d; bei Poll. 3, 16. 18 πάππος ἐκ πατρὸς καὶ μητρός. – Auch in weiterer Ausdehnung, πάππων καὶ προγόνων μυριάδες ἑκάστῳ γεγόνασιν ἀναρίθμητοι, Plat. Theaet. 175 a; δύο πάπποι ἢ τρεῖς, Ahnen, Arist. pol. 3, 2; εἰς τρίτον πάππον, D. Hal. 4, 47. – 2) ein Vogel, vielleicht die Grasmücke, Ael. H. A. 3, 30. – 3) die Federkrone, der haarige Saamen der Pflanzen, die zu den compositae gehören, welche, wenn die Pflanze abblüht, der Wind fortführt, und welche die Kinder abzublasen pflegen; Soph. frg. 748; πάππος ἀπ' ἀκάνθης, Eubul. bei Ath. X, 450 b; γήρεια πάππου, Nic. Al. 126; Theophr. u. A. (s. γήρειον). – Wegen der Aehnlichkeit das erste weiche, wollige Barthaar, Flaum, lanugo, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάππος: ὁ, (συγγενὲς τῷ πάππας) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς πατήρ, Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· πάππος καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς αὐτόθι, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ τρεῖς ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· οὕτως, εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν πρόσωπον ἐν κωμικῷ δράματι, ὡσαύτως Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ ἐξάνθημα γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, ὅπερ ὅταν ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ γήρειον λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. παπποσπέρματα, ἴδε γήρειον. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ μύσταξ, Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως ὑπολαΐς, Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· ἐντεῦθεν τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.