διηνεκής

From LSJ
Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηνεκής Medium diacritics: διηνεκής Low diacritics: διηνεκής Capitals: ΔΙΗΝΕΚΗΣ
Transliteration A: diēnekḗs Transliteration B: diēnekēs Transliteration C: diinekis Beta Code: dihnekh/s

English (LSJ)

Dor. διᾱνεκής (v. infr.) Supp.Epigr.1.327.10 (Callatis, i A. D.), ές:—

   A continuous, unbroken, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Od.13.195; νώτοισι . . διηνεκέεσσι with slices cut the whole length of the chine, Il.7.321; ῥίζαι, ῥάβδοι, 12.134,297; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od. 18.375; so δ. σώματα Pl.Hp.Ma.301b, cf. Anaxandr.6, BGU646.22 (ii A. D.); ὄρος δ. Str.3.1.3; κανών IG7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); τὸ δ. regularity, Gal.2.355; of Time, perpetual, δ. νυκτί Luc.VH1.19; δικτάτωρ εἰς τὸ δ. App.BC1.4. Adv. διηνεκέως in phrase δ. ἀγορεύειν to tell from beginning to end, Od.7.241, 12.56 (distinctly, positively, 4.836); ἅπαντα δ. κατέλεξε Hes.Th.627; cf. τὰ ἕκαστα διηνεκὲς ἐξενέποντα A.R.2.391; Boeot. and Dor. διανεκῶς without ceasing, εὕδειν Corinn.9 (dub.), cf. SIG793.3 (Cos, i A. D.); διηνεκῶς once in Trag., A.Ag.319, Com.Adesp.382, M.Ant.2.17, OGI194.12 (Egypt, i B. C.), D.Chr.49.8, etc.; so διηνεκές h.Ap.255, Call.Fr.158; also εἰς τὸ διηνεκές in perpetuity, Ep.Hebr.7.3, PRyl.2.427 (ii A. D.), JHS33.338 (Macedonia, ii A. D.); -κῶς invariably, opp. πλεονάκις, Gal.18(2).315.—The Aeol. and Dor. form διᾱνεκής is used also in Att., as Pl.Hp.Ma.301b, 301e (cf. Diogenian. ap. Sch. ad loc.), Anaxandr. l. c., IG2.1054.81; but νόμος διηνεκής a perpetual law is read in Pl.Lg. 839a.

Greek (Liddell-Scott)

διηνεκής: ές· (ἐκ τοῦ διήνεγκα, πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής· τὸ δὲ ἁπλοῦν ἠνεκὴς μόνον παρὰ μεταγεν.)·- συνεχής, ἀδιάκοπος, Λατ. continuus, perpertuus, ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Ὀδ. Ν. 195· νώτοισι… διηνεκέεσσι, μὲ τεμάχια κοπέντα κατὰ μῆκος τῶν νώτων, Ἰλ. Η. 321· ῥίζῃσιν… δ. Μ. 134, πρβλ. 297· εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· οὕτω, δ. σώματα Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1· ὄρος δ. Στράβων 137·- οὕτως ἐπὶ χρόνου, αἰώνιος, ἀτελεύτητος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 4, Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 391· δ. νυκτὶ Λουκ. Ἀλ. Ἱ. 1. 19· εἰς τὸ δ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 4. - Τὸ ἐπίρρ. διηνεκέως ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει δ. ἀγορεύειν, λέγειν ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους, Λατ. uno tenore, π.χ. Η. 241., Μ. 56· ἀλλ' ἐν Δ. 836, σαφῶς, ὡρισμένως· οὕτω, δ. καταλέξαι Ἡσ. Θ. 627· Αἰολ. διᾱνεκῶς, ἀπαύστως, Κόριννα Ἀποσπ. 9· Ἀττ. διηνεκῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 319 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.)· οὕτω, διηνεκὲς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 291, Καλλ. Ἀποσπ. 158. - Ἀλλ' ὁ Αἰολ. καὶ Δωρ. τύπος διᾱνεκὴς εἶνε ἐν χρήσει καὶ παρ' Ἀττ., ὡς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, Ε, Ἀναξανδρ. ἐνθ' ἀνωτ.· ἐνῷ, νόμοι διηνεκεῖς, νόμοι αἰώνιοι, Πλάτ. Νόμ. 839Α.