ἐγκρίνω

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκρίνω Medium diacritics: ἐγκρίνω Low diacritics: εγκρίνω Capitals: ΕΓΚΡΙΝΩ
Transliteration A: enkrínō Transliteration B: enkrinō Transliteration C: egkrino Beta Code: e)gkri/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A reckon in or among: reckon as, τίν' ἄνδρ' ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; E.HF183.    2 of persons, select, admit, ἐ. ἢ συγκρ. 2 Ep.Cor.10.12:—Pass., εἰς τὴν αἵρεσιν Pl.Lg.755d; εἰς τὴν γερουσίαν D.20.107; <εἰς> τὸ στάδιον X.HG4.1.40; of ἔφηβοι, IG7.29 (iii/ii B. C.); of athletes, Artem.1.59; ἐγκρινόμενος, ὁ, subject of statue by Alcamenes, Plin.HN34.72.    3 admit, accept, opp. ἀποκρίνω, Pl.Lg.936a; ἐν τοῖς φιλοσόφοις Id.R.486d, cf. Lg.952a, al.; τρία γένη σημείων Phld.Sign.32; παλιγγενεσίαν Sch.Pi.O.2.104; regard as genuine, νομίσματα Phld.Rh.1.256 S.; admit, sanction, e.g. an author as classical, Suid. s.v. Δείναρχος.    4 approve, Plb.9.2.4 (Pass.), Plu.2.11f; ἀριθμὸς ἐγκρίνεται is adopted, Ael.Tact.8.3.

German (Pape)

[Seite 710] (s. κρίνω), darein wählen, durch die Wahl in eine Gattung aufnehmen, zulassen unter, ἐπιλήσμονα ψυχὴν ἐν ταῖς ἱκανῶς φιλοσόφοις μήποτε ἐγκρίνωμεν Plat. Rep. VI, 486 d; εἰς τὴν αἵρεσιν ἐγκρινέσθω Legg. VI, 755 d; εἰς ἀριθμόν τινα ἐγκριτέον Rep. VII, 537 a, zu der Zahl rechnen, dazuzählen; ἐάν τις εἰς τὴν γερουσίαν ἐγκριθῇ Dem. Lept. 107, bei den Spartanern das eigentliche Wort dafür; ἄνδρα ἄριστον, für den Besten gelten lassen, Eur. Herc. Fur. 183; Xen. πάντ' ἐποίησαν ὅπως ἂν δι' ἐκεῖνον ἐγκριθείη τὸ στάδιον, zum Stadium zugelassen zu werden, Hell. 4, 1, 40; übh. = billigen, Pol. 9, 2, 4. Bei Sp., wie Phot., Suid. = für mustergültig (einen Schriftsteller) erklären. – Pass., ἐγκριθῆναι ὁμίλῳ, sich unter den Haufen mischen, Ap. Rh. 1, 48. 227.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρίνω: ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ: ― λογίζω ἐν, κρίνω ἢ θεωρῶ ὡς, τίν’ ἄνδρ’ ἄριστον ἐγκρίναιεν ἄν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 183: ― παραδέχομαι, ἐγκρίνω ὡς ἐκλεχθέντα ἢ ὡς ἐκλεκτόν, εἰς τὴν αἵρεσιν Πλάτ. Νόμ. 755D· εἰς τὴν γερουσίαν Δημ. 489. 19· εἰς τὸ στάδιον Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 40. 2) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ἐγκρίνω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποκρίνω, Πλάτ. Νόμ. 936Α· ἐν τοῖς φιλοσόφοις ὁ αὐτ. Πολ. 486D, πρβλ. Νόμ. 952Α, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε ἐγκριτέον: ― θεωρῶ ὡς γνήσιον, παραδέχομαι, ἐγκρίνω, π.χ. συγγραφέα ὡς δόκιμον, Σουΐδ.