εἰσρέω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
fut.
A -ρυήσομαι Isoc.8.140, Luc. Alex.42: aor. -ερρύην:— stream in or into, E.IT260; opp. ἐκρεῖν, Pl.Phd.112b : metaph., πλοῦτος εἰ. εἰς τὴν πόλιν Isoc. l.c. ; εἰσερρύη νόμισμα εἰς τὴν Σπάρτην Plu.Lyc.30 ; τὸ πάθος εἰσερρύη slipped in, Pl.Phdr.262b ; ἐπιστμαι εἰσρέουσι Id.Phlb.62c ; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D.H.Rh.10.17 ; πόθος εἰσερρύη πάντας εὐνομίας Plu.Num.20.
German (Pape)
[Seite 746] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz ἐκρέω, Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Uebertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ πάθος εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόθος εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; νόμισμα εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ τύχη εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσρέω: μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· ὡσαύτως παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι ἐντός, Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐκρέω, ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., πλοῦτος εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ νόμισμα εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ πάθος εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· ἁμάρτημα εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· πόθος εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.