ἐκδιδράσκω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
Ion. ἐκδιδρήσκω, fut. -δράσομαι [ᾱ]: aor.
A ἐξέδραν E. Heracl.14 (nowhere else in Trag.), D.C.37.47; part. ἐκδράς Hdt. 4.148, Ar.Ec.55:—run away, escape, ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, cf. 9.88, etc.; διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126: abs., Id.Ec.55, Th.1.126.
German (Pape)
[Seite 757] (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιδράσκω: Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. Ἡρακλ. 18 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, φεύγω ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.