κατάτασις

From LSJ
Revision as of 10:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτᾰσις Medium diacritics: κατάτασις Low diacritics: κατάτασις Capitals: ΚΑΤΑΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katátasis Transliteration B: katatasis Transliteration C: katatasis Beta Code: kata/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stretching, κ. τῶν χορδῶν (κατάστασις codd.) Arist.Aud.803a37.    2 esp. for the purpose of setting broken or dislocated bones, Hp.Fract.13 (pl.), Mochl.38.    3 torture, torment, D.H.7.68, Ael.Fr.276; κατατάσεις τῆς ψυχῆς Ph.2.599.    4 violent exertion, μετὰ φιλονικίας καὶ κ., cj. for -στάσεως in Pl.Lg. 796a.    II extension in space, spreading, Id.Ti.58e (-στασιν cod.).    2 = ὁλκὴ εἰς τοὺς κάτω τόπους, Gal.19.461.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, das Anspannen, Ggstz χάλασις, Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit κατάστασις verwechselt.

Greek (Liddell-Scott)

κατάτᾰσις: -εως, ἡ, ἔντασις, τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα κατάστασις) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. χάλασις Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = κατάθεσις·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814˙ κατατείνειν καὶ κατάτασις ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· πόνος ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἔκτασις, καταπίεσις, κατάθλιψις ἐπὶ τι διάστημα, τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα κατάστασις), ἔντασις, σπουδή, Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία γύμνασις, ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- ἔντασις ἰσχυρά, προσοχή, κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. τάσις, ὁλκὴ πρὸς τὰ κάτω, Γαλην. 2. 281.