κιλλίβας

From LSJ
Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλίβας Medium diacritics: κιλλίβας Low diacritics: κιλλίβας Capitals: ΚΙΛΛΙΒΑΣ
Transliteration A: killíbas Transliteration B: killibas Transliteration C: killivas Beta Code: killi/bas

English (LSJ)

[λῐ], αντος, ὁ, mostly in pl. κιλλίβαντες,

   A three-legged stand (Sch.Ar.Ach.1121, Hsch.), κιλλίβαντες ἀσπίδος a shield-stand, Ar. l.c.; painter's easel, Poll.7.129; part of a chariot-frame, Id.1.143; bearers of a platform, Moschio ap.Ath.5.208c, cf. BGU1127.11 (i B.C.): sg., stand or pedestal of σαμβύκη 11, Bito 58.6 (pl., 62.3); cf. κελλίβας. (κίλλος, βαίνω; cf. easel = Germ. Esel, clothes-horse, etc.)

German (Pape)

[Seite 1438] αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιθέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλίβας: -αντος, ὁ, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κιλλίβαντες, τρίπους πρὸς ὑποστήριξιν πράγματός τινος (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.), κιλλίβαντες ἀσπίδος, ἐφ’ οὗ αἱ ἀσπίδες ἐτίθεντο, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1122· ζωγράφου τρίπουςἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἡ εἰκών, Πολυδ. Ι΄, 163, πρβλ. Ζ΄, 129, Müller Archäol. de Kunst. § 319. 4· μέρος τοῦ σώματος τοῦ ἅρματος, Πολύδ. Α΄, 143· τὰ ὑποστηρίγματα βήματος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, μέρος τῆς σαμβύκης (ΙΙ), Βίτων π. Μηχ. σελ. 110 κἑξ. (Ἐκ τοῦ κίλλος = ὄνος καὶ τοῦ βαίνω· καὶ ἡ λέξις ὄνος ἔκειτο ὡσαύτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. τὸ Ἀγγλικὸν easel, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ Γερμανικῷ Esel).