νωχελής
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
English (LSJ)
ές,
A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19 ; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11 ; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.) ; ν. βάρος Nic.Th.162 ; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391 ; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα). II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).
German (Pape)
[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελής: -ές, ὁ κινούμενος βαρέως καὶ βραδέως, δυσκίνητος, νωθρός, χαῦνος, βραδύς, πλευρὰ νωχελῆ νόσ Εὐρ. Ὀρ. 800˙ ν. βάρος Νικ. Θηρ. 160˙ νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Ἄρατ. 391˙ ψυχὴν νωχαλεστέραν (οὕτω) παρὰ Κλημ. Ἀλ. 850˙ - ἐν Ἱππ. 626. 51, εὑρίσκομεν νοχελὲς (ἀνάγνωθι νωχ-) τό, ἔκτρωμα. (Ὡς ἐν τῇ λέξ. νωλεμές, ἡ ἐτυμολογία διαμένει σκοτεινή).