περιψύχω

Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῡ],

   A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11 :—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ ; grow cool, Thphr.Ign.52, Plu.2.690d :—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Thphr.l.c.    II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v. l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.

Greek (Liddell-Scott)

περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).