ὠχρός
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
ά, όν,
A pale, wan, of complexion, E.Ba.438, Ar.Nu.1016 (anap.), Pl.422, etc.: esp. pale-yellow, sallow, τὸ δὲ ὠ. [γίγνεται] λευκοῦ ξανθῷ μειγνυμένου Pl.Ti.68c; of a frog, Batr.81; χρῶμα δ' ἀσίτων . . γίνεται ὠχρόν Alex.162.9(anap.); ὠχρὸς κἀνυπόδητος, of a Pythagorean, Theoc.14.6: freq. in Luc. of philosophers, JTr.1, al.; ὠ. καὶ αὐχμηρός, of a miser, Id.Cat.17; of bile, etc., Hp.Int.37, Gal.15.554; τὸ ὠ. τοῦ ᾠοῦ the yolk of the egg, Arist.HA560a21; τὸ ὠ. the colour yellow (v. supr.), Id.Cat.12a18; cf. ὤχρα.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, χλωμός, ἐπὶ χροιᾶς, Εὐρ. Βάκχ. 438, Ἀριστοφ. Νεφ. 1016, Πλοῦτος 422, κλπ.· μάλιστα λευκοκίτρινος, ἀσπροπράσινος, ἢ πρασινοκίτρινος, (πρβλ. χλωρός), τὸ δὲ ὠχρὸν γίγνεται λευκοῦ ξανθῷ μεμιγμένου Πλάτ. Τίμ. 68C· ἐπὶ βατράχου, Βατράχ. 81· χρῶμα δ’ ἀσίτων.. γίνεται ὠχρὸν Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 8· ὠχρὸς κἀνυπόδατος, ἐπὶ Πυθαγορείου, Θεόκρ. 14. 6, καὶ συχν. παρὰ τῷ Λουκ. ἐπὶ φιλοσόφων, π. χ. ἐν Διὶ Τραγῳδῷ 1· ὠχρὸς καὶ αὐχμηρός, ἐπὶ φιλαργύρου, ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλῳ 17· ἐπὶ τῆς χολῆς, κλπ., Ἱππ., Γαλην.· ἐπὶ οἴνου, 2. 692Ε· - τὸ ὠχρὸν τοῦ ᾠοῦ, τὸ «κιτρινάδι», ὁ κρόκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 1· - τὸ ὠχρόν, τὸ κίτρινον χρῶμα, Πλάτ. Τίμ. 68C, Ἀριστ. Κατηγ. 10, 8· - πρβλ. ὤχρα.