χήνειος
English (LSJ)
α, ον, Ion. χήνεος, η, ον (also PCair.Zen.130.26 (iii B. C.)): (χήν):—
A of or belonging to a goose, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Hdt. 2.37; ᾠόν Arist.HA558a22, cf. PCair.Zen. l.c.; χήνεια (sc. κρέα) Menipp. ap. Ath.14.664e; στέαρ Dsc.1.68.3, Sor.1.56; χήνεια ἥπατα, a Greek dainty, foie gras, Ath.9.384c (ἀρνεία shd. be read in E.Fr.467).
German (Pape)
[Seite 1353] ion. χήνεος, von der Gans, zur Gans gehörig; Eur. frg. Cress. 13, 4; ἥπατα Eubul. bei Ath. IX, 384 c; ᾠόν, Gänseei, Luc. Alex. 13, wie Eriphus bei Ath. II, 58 b.
Greek (Liddell-Scott)
χήνειος: -α, -ον, Ἰων. χήνεος, -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· στέαρ Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον ἔδεσμα παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων οὕτως εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια χάριν τοῦ μέτρου.