αἰολομίτρης

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολομίτρης Medium diacritics: αἰολομίτρης Low diacritics: αιολομίτρης Capitals: ΑΙΟΛΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: aiolomítrēs Transliteration B: aiolomitrēs Transliteration C: aiolomitris Beta Code: ai)olomi/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with glittering girdle, Il.5.707.    II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.