δίεμαι

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεμαι Medium diacritics: δίεμαι Low diacritics: δίεμαι Capitals: ΔΙΕΜΑΙ
Transliteration A: díemai Transliteration B: diemai Transliteration C: diemai Beta Code: di/emai

English (LSJ)

Pass.,

   A speed, ἵπποι πεδίοιο δίενται speed over the plain, Il. 23.475; οὐ . . μέμονε . . δίεσθαι he is not minded to hasten away, 12.304.    II fear, c. inf., A.Pers.701 (lyr., δείομαι cod.Med.). (Cf. δίω.)

German (Pape)

[Seite 619] s. δίημι.

Greek (Liddell-Scott)

δίεμαι: μέσ., σπεύδω, φεύγω, ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... δίεσθαι, δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε διαπράσσω. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, ὅπερ ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ ἐνδίημι· ἴδε ἐν λ. δίω).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. 1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. δίενται;
1 s’enfuir : πεδίοιο IL à travers la plaine;
2 s’enfuir par crainte ; craindre de, inf..
Étymologie: DELG vieux verbe apparenté à διώκω.