ἐλαχύς

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαχύς Medium diacritics: ἐλαχύς Low diacritics: ελαχύς Capitals: ΕΛΑΧΥΣ
Transliteration A: elachýs Transliteration B: elachys Transliteration C: elachys Beta Code: e)laxu/s

English (LSJ)

ἐλάχεια (not -εῖα, Hdn.Gr.1.249), ἐλαχύ,

   A small, short, mean, little: old Ep.Positive, whence ἐλάσσων, ἐλάχιστος are formed: in early Ep. only fem., h.Ap.197, v.l. in Od.9.116, 10.509 (v. λάχεια): in later Ep., Archyt.Amphiss.2, Euph.11, Nic.Th.324, Opp.C.3.480, Nonn.D.37.314: neut. ἐλαχὺ σκάφος AP7.498 (Antip.). (leg[uglide]h- or leng[uglide]h-, cf. Lat. leuis, Lith. leñgvas 'light'.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαχύς: ἐλάχεια (οὐχὶ -εῖα, Ἀρκάδ. σ. 95. 23, Θεογνώστου Κανόνες ἐν Ἀνέκδ. Κραμ. Τ. 2, σ. 99. 14), ἐλαχύ· - μικρός, βραχύς, πενιχρός, εὐτελής, ἀνάξιος λόγου· παλαιὸν παρ’ Ἐπ. θετικόν, ἐξ οὗ σχηματίζονται τὸ συγκρ. ἐλάσσων καὶ τὸ ὑπερθ. ἐλάχιστος· διέμεινε δὲ μόνον ἐν τῷ Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 197, καὶ ὡς δι. γρ. ἐν Ὀδ. Ι. 116, ἀντὶ τοῦ λάχεια, καὶ ἐν Κ. 509 ἐπίσης τοῦ λάχεια· παρελήφθη δὲ ὑπὸ Νικ. Θ. 324 καὶ Ὀππ. Κ. 3. 480, κτλ. (Πρβλ. λάχεια, ἐλάσσων, ἐλάχιστος, Σανσκρ. laghus, Παλαι- Ὑψηλ. Γερμ. (light)· Σλαυ. liguku· - ὁ Κούρτ. πιστεύει ὅτι ἡ λέξις ἐλαφρός, Λατ. lĕv-is, ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν).

French (Bailly abrégé)

ἐλάχεια, ἐλαχύ;
petit, court;
Cp. ἐλάσσων, Sp. ἐλάχιστος.
Étymologie: cf. lat. levis p. *legvis ; skr. laghus, avec ε prosth. en grec ; apparenté à ἐλαφρός.