τείως
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
Adv., Ep. for τέως (q.v.). τέκε, τεκεῖν,
A v. τίκτω.
German (Pape)
[Seite 1082] adv., ep. u. ion. statt τέως, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
τείως: Ἐπίρρ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τέως, Ὀδ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. τέως.