τείως
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
Adv., Ep. for τέως (q.v.). τέκε, τεκεῖν, v. τίκτω.
German (Pape)
[Seite 1082] adv., ep. u. ion. statt τέως, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
épq. c. τέως.
Russian (Dvoretsky)
τείως: эп.-ион. = τέως.
Greek (Liddell-Scott)
τείως: Ἐπίρρ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τέως, Ὀδ.
English (Autenrieth)
see τέως.
so long, Il. 24.658; meanwhile, Od. 15.127, Od. 18.190; some time, Od. 15.231; correl. to ἕως, ὄφρα, Υ, Il. 19.189.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. τέως.
Greek Monotonic
τείως: επίρρ., Επικ. και Ιων. αντί τέως.
Middle Liddell
adv. [epic and ionic for τέως.]