κραταιγύαλος
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.