μορόεις
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
εσσα, εν, epith. of ear-rings,
A ἕρματα . . τρίγληνα μορόεντα Il.14.183, Od.18.298; expld. by Hsch., and Eust.976.40, as wrought with much pains (cf. μορέω), in which sense it is used of τεύχη, Q.S. 1.152; by Apollon.Lex. as ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα; perh. from μόρον, clustering like mulberries. II (μόρος) fatal, deadly, ποτόν Nic.Al.130, 136; μορόεντος ἐλαίης, dub. sens., Id.Al.455.
German (Pape)
[Seite 208] εσσα, εν, nur Il. 14, 183 u. Od. 18, 298, ἕρματα, τρίγληνα μορόεντα, wo Schol. auch als v. l. ἀμορόεντα erwähnen, Ohrgehänge von mühevoller, sorgfältiger Arbeit, wie die Alten meist erklären: πεπονημένα τῇ κατασκευῇ, μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ κακοπαθείας γινόμενα, u. wonach μορόεντα τεύχη, Qu. Sm. 1, 152, μορόεν ποτόν, Nic. Al. 129. 135 (Schol. πολυέψητον ἢ μορίδιον), auch μορόεντος (für μοροέσσης) ἐλαίης, 455, gesagt ist. Andere wollten es auf μείρω, μέρος zurückführen und es enger zu τρίγληνα ziehen, aus drei Stücken, drei Bommeln, oder, wie Ernesti, es von μόρον ableiten, maulbeerfarbig, od. überh. (vgl. μαίρω) helf schimmernd, glänzend übersetzen. Die Erkl. des Apoll. L. H., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα, bezieht sich vielleicht auf die v. l. ἀμορόεντα, obwohl Schol. a. a. D. das α für ein ἐπιτατικόν erklären u. die Form überh. verwerfen. –. Auch = μόριος, fatalis, Nic. Al. 589, Schol. κακοποιός, μόρον ἄγων.
Greek (Liddell-Scott)
μορόεις: εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 (ὥστε ἡ ῥίζα θὰ εἶναι ΜΕΡ, μέριμνα): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ μόρος, ὡς τὸ μόριος, προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως θανατηφόρος, ὀλέθριος, ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν,
1. péniblement, càd artistement travaillé, d’où précieux en gén. IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;
2. funeste, NIC. Al. 129, 582.
Étymologie: μόρος.