σθεναρός

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθενᾰρός Medium diacritics: σθεναρός Low diacritics: σθεναρός Capitals: ΣΘΕΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sthenarós Transliteration B: sthenaros Transliteration C: sthenaros Beta Code: sqenaro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.

   A strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. -ρῶς violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.

German (Pape)

[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.

Greek (Liddell-Scott)

σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.