πτύσσω
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
(never πτύττω), (ἀνα-) S.Fr.301:fut.πτύξω (ἀνα-) E.HF1256: aor. ἔπτυξα (v. infr.):—Med., Od.2.77 (ποτι-), etc.: fut. πτύξομαι (προσ-) 3.22: aor.
A ἐπτυξάμην Ar.Nu.267:—Pass., Il.13.134, etc.: aor. ἐπτύχθην (ἀν-, δι-) X.Cyr.7.5.5, S.Ant.709: aor. 2 ἐπτύγην [ῠ], (ἀν-) Hp.Int.48: pf. ἔπτυγμαι App.BC4.72, etc., (ἀν-) E.El.357; πέπτυκται Arist.HA536a11: plpf. ἔπτυκτο (προσ-) Pi.I.2.39:—fold, double up, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι, fold up garments and put them by, Od.1.439, 6.111,252; σπλῆνα Hp.Fract.8; χεῖρας πτύξαι ἐπί τινι fold one's arms over or round another, S.OC1611; βιβλίον fold, close a book, Ev.Luc.4.20. II Pass., of the foetus, Hp.Mul.1.69; of bandages, Gal.18(1).826; γραμματεῖα ἐπτυγμένα Hdn.1.17.1; πύργοι ἐπτ. App. l.c.; ἔγχεα δὲ πτύσσοντο perh. were interlaced, Il. l.c. 2 fold or cling round, χιτὼν . . ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται S.Fr.872.3 (lyr.). III Med., fold round oneself, wrap round one, τι Ar.Nu.267.
German (Pape)
[Seite 812] (ἐπτύγην Hippocr.), falten, zusammenfalten, doppelt u. mehrfach zusammenlegen; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, Od. 1, 439; εἵματα, 6, 111. 252 u. A.; vgl. ἄστολος χιτὼν θυραῖον ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται, Soph. bei Plut. Comp. Num. 4; bes. Kleider beim Anzichen in passende Falten legen, worauf bei den Römern viel gegeben wurde, τὴν ἁλουργίδα πτύξαι καὶ περιβαλέσθαι, Plut. Rom. 13; dah. übh. sich umlegen, πρὶν ἂν τουτὶ πτύξωμαι, bis ich mir diesen Mantel umgelegt habe, Ar. Nubb. 267. Vom Falten der Schreibtafel, Hdn. 1, 17, 1 u. a. Sp. – Auch im med., ἔγχεα δ' ἐπτύσσοντο, die Speere bogen sich, Il. 13, 134. – Uebertr., πτύξας ἐπ' αὐταῖς χεῖρας, umschlingen, Soph. O. C. 1607; θαλερῷ ἐπτύξατο πήχει οἰνάς, Ion. bei Ath. X, 447.
Greek (Liddell-Scott)
πτύσσω: (ἀνα-) Σοφ. Ἀποσπ. 284· μέλλ. πτύξω (ἀνα-) Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· ἀόρ. ἔπτυξα Ὅμ., κτλ. - Μέσ., Ὅμηρ., κτλ.· μέλλ. πτύξομαι (προσ-) Ὅμηρ.· ἀόρ. ἐπτυξάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 267. - Παθ., Ὅμ.· ἀόρ. ἐπτύχθην (ἀν-, δι-) Ξεν. Κύρ. 7. 5, 5, Σοφοκλ. Ἀντ. 709· ὡσαύτως ἀόρ. β΄ ἐπτύγην [ῠ], (ἀν-) Ἱππ. 558· 28·, ἴδε Κόντου Φιλολογικάς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Θ΄, σ. 158· πρκμ. ἔπτυγμαι Ἀππ., κτλ., (ἀν-) Εὐρ. Ἠλ. 357· ὡσαύτως πέπτυκται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 10· ὑπερσ. ἔπτυκτο (προσ-) Πινδ. Ι. 2. 56. (Ἂν εἶναι συγγενὲς τῷ πυκινός, πυκνός, ἡ πρώτη αὐτοῦ ῥίζα θὰ εἶναι ΠΥΚ, μετὰ ταῦτα ἐπεκταθεῖσα καὶ δασυνθεῖσα ΠΤΥΧ, ὅθεν τὰ πτὺξ (πτυχός), (πτυχή). Διπλώνω, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι Ὀδ. Α. 439., Ζ. 111. 252· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἀγμ. 758· πτύξας ἐπ’ αὐταῖς χεῖρας, περιβαλὼν αὐτὰς διὰ τῶν χειρῶν, ἐναγκαλισθεὶς αὐτάς, Σοφ. Ο. Κ. 1911· καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν, διπλώσας ἢ κλείσας τὸ βιβλίον... ἐκάθισεν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 50. ΙΙ. Παθ., ἔγχεα δ’ ἐπτύσσοντο, προσήγγιζον ἀλλήλοις, Ἰλ. Ν. 184· γραμματεῖα ἐπτυγμένα, δεδιπλωμένα, Ἡρῳδιαν. 1. 17· πύργοι ἐπτ. (ἴδε πτυκτὸς 2), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 72. 2) πτύσσεται = ἀναπτύσσεται, χιτὼν... ἀμφὶ μηρὸν πτύσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 791. ΙΙΙ. Μέσ., συγκαλύπτομαι, σκεπάζομαι, μήπω, πρὶν ἂν τουτὶ πτύξωμαι, πρὶν σκεπασθῶ μὲ τοῦτο, Ἀριστοφάν. Νεφ. 267.
French (Bailly abrégé)
f. πτύξω, ao. ἔπτυξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπτύχθην, pf. πέπτυγμαι et ἔπτυγμαι;
1 plier (un vêtement, etc.), acc.;
2 en gén. replier, recourber : χεῖρας ἐπί τινι SOPH enlacer qqn de ses bras ; p. anal. balancer (un javelot avant de le lancer);
Moy. πτύσσομαι s’envelopper de.
Étymologie: R. Πτυχ, plier.