ὑμέτερος

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμέτερος Medium diacritics: ὑμέτερος Low diacritics: υμέτερος Capitals: ΥΜΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hyméteros Transliteration B: hymeteros Transliteration C: ymeteros Beta Code: u(me/teros

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, Dor. and Ep. ὑμός (q.v.): (ὑμεῖς):—

   A your, yours, Hom., etc.; with a Pron. added in gen., ὑμέτερος ἑκάστου θυμός the courage of each of you, Il.17.226; ὑμέτερος θυμὸς αὐτῶν your own mind, Od.2.138; ὑμέτερόνδε to your house, Il.23.86: τὸ ὑ. your part, your business, ἢν μὴ τὸ ὑ. αἴτιον γένηται Hdt.8.140.ά, cf. Pl.Grg.522c; τὸ δ' ὑ. πρᾶξαι your character is to... Th.1.70; τὰ ὑ. your goods, X.Cyr.3.2.12: in Prose sts. with the Article, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Pl.Lg.836c; and objectively, αἱ ὑ ἐλπίδες hopes raised by you, Th.1.69; ἐπὶ τῇ ὑ. παρακελεύσει for the purpose of advising you, Pl.Ap.36d.    II poet. (never in Att.) sts. for σός, Sol.19.2, Call.Del.204, 227, Nonn.D.5.340, AP5.292 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1178] euer, eurig, Hom. u. Folgde überall; ὑμέτερος ἑκάστου θυμός, der Muth eines Jeden von euch, Il. 17, 226; ὑμέτερος αὐτῶν θυμός, euer eigener Sinn, Od. 2, 138; ὑμέτερόνδε, nach eurem Hause hin, Il. 23, 86; – τὸ ὑμέτερον, was an euch, eurem Theile ist, Her. 8, 140; πράττω τὸ ὑμέτερον δὴ τοῦτο, Plat. Gorg. 522 c. – In Prosa meistens mit dem Artikel, z. B. ταῖς ὑμετέραις πόλεσι, Plat. Legg. VIII, 836 c, u. sonst überall. – Bei Sp. steht es auch zuweilen statt σός, Jac. A. P. p. 119. 627. – S. auch ὑμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμέτερος: [ῡ], -α, -ον, Δωρ. καὶ Ἐπικ. ὑμός, ἴδε τὴν λέξιν (ὑμεῖς)· - ἰδικός σας, Λατιν. ve ter, Ὅμ., κλπ.· μετ’ ἄλλης ἀντωνυμίας κατὰ γενικήν, ὑμέτερον ἑκάστου θυμόν, τὸ μένος ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, Ἰλ. Ρ. 226 ὑμέτερος αὐτῶν θυμός, ἡ ἰδία ὑμῶν καρδία, Ὀδ. Β. 138· - ὑμέτερόνδε, εἰς τὸν ὑμέτερον οἶκον, Ἰλ. Ψ. 86· - τὸ ὑμέτερον, τὸ ἰδικόν σας μέρος, ὡς πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς, ἢν μὴ τὸ ὑμ. ἀντίον γένηται, ἂν μὴ ἐναντιωθῆτε ὑμεῖς, Ἡρόδ. 8. 140, 1, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 522C· τὸ δ’ ὑμ. πρᾶξαι, ἰδικός σας χαρακτὴρ εἶναι τὸ νά..., Θουκ. 1. 70· τὰ ὑμέτερα, δηλ. πράγματα ἢ κτήματα, Ξενοφ. Κύρ. 3. 2. 12· - παρὰ πεζογράφοις ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Πλάτ. Νόμ. 836C καὶ ἀντικειμενικῶς, αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, ἃς ὑμεῖς παρέχετε, Θουκ. 1. 69· τῇ ὑμ. παρακελεύσει Πλάτ. Ἀπολ. 36D. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ σός, Σόλων 11. 2, Καλλ. εἰς Δῆλ. 204 228, Ἀνθολ. ΙΙ. 5. 293· ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
votre, le vôtre ; avec un gén. : ὑμέτερος ἑκάστου θυμός IL votre courage à chacun de vous ; ὑμέτερος αὐτῶν θυμός OD votre propre cœur ; au sens Pass. αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες THC les espérances fondées sur vous ; τὸ ὑμέτερον ce qui vous concerne, votre intérêt, vos dispositions, votre caractère, vos habitudes ; τὰ ὑμέτερα vos biens.
Étymologie: ὑμεῖς.