νοσφίζω
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
Att. fut.
A νοσφῐῶ S.Ph.1427, E.Alc.43 : aor. I ἐνόσφισα Pi.N.6.62, etc. :—Med., fut. νοσφίσομαι IG12(7).515.93 (Amorgos, ii B.C.) ; Ep. νοσφίσσομαι A.R.4.1108 : aor. ἐνοσφισάμην, Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.) : pf. νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4 (iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—Pass., aor. ἐνοσφίσθην Od.11.73, etc. : I Hom. only Med. and Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ; νοσφίσατ' Od.11.425 : metaph., ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον Il.2.81, 24.222. 2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98. 3 c. acc., forsake, abandon, παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε 4.263 ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib.579, 21.77,104 ; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92 ; ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96 ; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT693 (lyr.). II after Hom. (ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer.158) in Act., set apart, separate, remove, τινὰ ἐκ δόμων E.Hel.641 (lyr.) ; βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA1286 (lyr.) ; τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331 ; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph.1427 ; τῷ νύ μ' . . ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.) ἐσσυμένως Q.S.13.282 ; ν. τινά alone, A.Ch.438 (lyr.), Eu.211 ; ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292 (Paul. Sil.). 2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; also ν. τινά τινος A.Ch.620 (lyr.), E.Alc.43 ; τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp.539 ; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr.1207 (lyr.). 3 Med., put aside for oneself, appropriate, purloin, νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.) : in pf. Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c. : ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of . ., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ; ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a : abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10. III Med. in act. sense, deprive, rob, σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp.153, cf. A.R.4.1108. 2 in later poets, remove, τοὺς . . ἀπὸ Ξάνθοιο . . πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684 ; νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79.—Rare in Att. Prose.
French (Bailly abrégé)
f. νοσφίσω, att. νοσφιῶ, ao. ἐνόσφισα, pf. inus.
1 éloigner, séparer : τινα βίον SOPH écarter qqn de la vie, le tuer ; abs. se défaire de qqn, le tuer;
2 détourner, soustraire, dérober, voler : τινά τινος dépouiller qqn de qch;
Moy. νοσφίζομαι (ao. ἐνοσφισάμην et ἐνοσφίσθην);
I. intr.
1 s’éloigner, s’écarter, aller à l’écart;
2 fig. en parl. de sentiments s’écarter de, s’éloigner de (dans son cœur) : νοσφιζοίμεθα μᾶλλον IL nous nous éloignerions de lui plutôt (que de le croire);
II. tr.
1 se séparer de, abandonner, laisser, acc.;
2 mettre de côté pour soi, détourner à son profit, soustraire.
Étymologie: νόσφι.
English (Slater)
νοσφίζω
1 deprive c. acc. dupl., δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.62)