Πολυδεύκης

From LSJ
Revision as of 12:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πολῠδεύκης Medium diacritics: Πολυδεύκης Low diacritics: Πολυδεύκης Capitals: ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: Polydeúkēs Transliteration B: Polydeukēs Transliteration C: Polydeykis Beta Code: *poludeu/khs

English (LSJ)

εος, ὁ,

   A Pollux, Il.3.237, Od.11.300: hence Adj. Πολυδεύκειος, Ep. fem. Πολυδευκεΐη, χείρ Call.Fr.496.    II Adj. πολυδευκής, ές, v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 (τὴν ποικίλως μεμιμημένην) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές).    2 = ποικίλος, μορφή prob. for -δερκής in Nic.Th.209.    3 (δεῦκος) very sweet, ἑλίχρυσος ib.625 (cf. Sch. ad loc.).

French (Bailly abrégé)

εος, -ους (ὁ) :
Pollux, fils de Zeus et de Léda, frère de Castor.
Étymologie: litt. « tout à fait brillant », de πολύς, *δεῦκος de même radic. que le lat. lux.

English (Autenrieth)

Polydeuces (Pollux), son of Zeus and Leda, twin brother of Castor, Il. 3.237, Od. 11.300.

English (Slater)

Πολῠδεύκης son of Leda and Zeus, (half-)brother to Kastor
   1 Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.62) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος (N. 10.50) ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (sc. Ἀφαρητίδαι) (N. 10.68) Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33)