ψογερός
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ά, όν, (ψόγος)
A fond of blaming, censorious, libellous, of Archilochus, Pi.P.2.55, Plu.Comp.Cim.Luc.1 (Sup.). Adv. -ρῶς by way of blame, Eust.827.29. II blamable, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1401] 1) tadelsüchtig, zum Tadel geneigt; Ἀρχίλοχος Pind. P. 2, 55; Ael. V. H. 3, 7. – 2) tadelnswerth, tadelhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψογερός: -ά, -όν, (ψόγος) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς λίαν μεμπτὰ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
enclin à blâmer;
Sp. ψογερώτατος.
Étymologie: ψόγος.