Περσεύς
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
gen. έως, Ion. έος (Hdt., Pi.), Ep. ῆος, ὁ, Perseus, Il.14.320, Hes.Th.280, etc.:—Adj. Περσεῖος, α, ον, E.Hel.1464 (lyr.); Ep. Περσήϊος Theoc.24.73:—Patron. Περσείδης, ου, ὁ, Th.1.9, etc.; Ep. Περσ-ηϊάδης Il.19.116, 123. II a fish, Ael.NA3.28; in Hsch. πέρσος. III the constellation Perseus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.15, Arat.249,484. 2 a name for the Sun, Stoic.2.197 (fr. περισσῶς, σεύειν). IV = περσέα, Nic.Th.764.
Greek (Liddell-Scott)
Περσεύς: γεν. έως, Ἰων. έος (Ἡρόδ., Πίνδ.), Ἐπικ. -ῆος, ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δανάης, εἶς τῶν ἐνδοξοτάτων Ἑλλήνων ἡρώων, Ἰλ. Ξ. 320, Ἡσ., κλπ.· ― ἐπίθ. Περσεῖος, α, ον, Περσείων οἴκων ἐπ’ ἀκτὰς Εὐρ. Ἑλ. 1464· Ἐπικ. Περσήιος, Θεόκρ. 24. 72· ― πατρωνυμ., Περσείδης, ου, ὁ, Θουκ. 1. 9, κτλ.· Ἐπικ. -ηιάδης, Ἰλ. Τ. 116, 123. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 28· παρ’ Ἠσυχ. πέρσος. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις, Ἄρατ. 249. 484.
French (Bailly abrégé)
έως, épq. ῆος (ὁ) :
Persée :
1 fils de Zeus et de Danaé;
2 fils de Nestor;
3 roi de Madédoine.
Étymologie:.
English (Autenrieth)
Perseus.—(1) the son of Zeus and Danaë, daughter of king Acrisius of Argos, Il. 14.320.—(2) a son of Nestor, Od. 3.414, 444.
English (Slater)
Περσεύς son of Zeus and Danae; who slew Medusa. (Ψπερβορέων)
 nbsp; 1 παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (P. 12.11) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος (Boeckh: -έως codd.) fr. 164.
English (Slater)
Περσεύς son of Zeus and Danae; who slew Medusa. (Ψπερβορέων)
 nbsp; 1 παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων (P. 12.11) μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος (N. 10.4) Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33) φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος (Boeckh: -έως codd.) fr. 164.