γεφυρόω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡρόω Medium diacritics: γεφυρόω Low diacritics: γεφυρόω Capitals: ΓΕΦΥΡΟΩ
Transliteration A: gephyróō Transliteration B: gephyroō Transliteration C: gefyroo Beta Code: gefuro/w

English (LSJ)

(γέφυρα)

   A dam up (cf. γέφυρα 1), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88; τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti.115c; ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36; πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6; also, dam, ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2; τὰ δύσπορα Id.Demon.1, cf. Nonn. D.27.185.    2 make into a causeway or embankment, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον Il.15.357.    3 metaph, νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I.8(7) 51.

German (Pape)

[Seite 487] dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung »dämmen«, nicht »brücken«, vgl. γέφυρα; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 Ἀπόλλων ῥεῖ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡρόω: (γέφυρα) συνδέω διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα πτελέα ἀπετέλεσε γέφυραν ὑπεράνω τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, κάμνω γέφυραν ὑπεράνω αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) κάμνω [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. ὑπερασπίζω διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γεφυρώσω;
1 dans Hom. couvrir d’une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l’orme s’étendit sur le fleuve comme une chaussée;
2 après Hom. jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; Pass. être rendu accessible au moyen d’un pont.
Étymologie: γέφυρα.