Κάδμος
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ὁ, Cadmus, Od.5.333, Hes.Th.937, etc.:—Adj. Καδμεῖος, α, ον, lon. Καδμήιος, η, ον, Cadmean, Hes.Th.940, etc.:—fem. Καδμηίς, ίδος, ἡ, h.Bacch.57, Hes.Op.162, Th.1.12, prob. in Trag.Adesp.177:—poet. Καδμέϊος, Pi.I.3(4).71, S.Ant.1115 (lyr.): Καδμεῖοι, οἱ,
A the Cadmeans or ancient inhabitants of Thebes, Il.4.388, Hes. Th.326, Hdt.5.57, etc.: Καδμεία, ἡ, the citadel of Thebes, X.HG6.3.11; also, Pythag. name for eight, Theol.Ar.54: prov., Κ. νίκη a victory involving one's own ruin (from the story of the Σπαρτοί, or that of Polynices and Eteocles), Hdt.1.166, cf. Pl.Lg.641c, Plu.2.488a, Suid. (but = a great victory, Arr.Fr.21 J.); so Κ. κράτος AP5.178 (Mel.): metaph., Κ. παιδεία Pl. l.c.; Κ. γράμματα the alphabet, supposed to have been brought by K. from Phoenicia, Hdt.5.59. (The spelling Κάσσμος is found on a vase of Rhegium, Roscher Lex.d.Gr.u.Röm.Myth.2(1).842.)
Greek (Liddell-Scott)
Κάδμος: ὁ, Ὀδ. Ε. 353, Ἡσ. Θ. 937, κτλ.· υἱὸς τοῦ τῆς Φοινίκης βασιλέως Ἀγήνορος, ἀδελφὸς δὲ τῆς Εὐρώπης, θεμελιωτὴς τῶν ἐν Βοιωτίᾳ Θηβῶν· - ἡ διήγησις αὕτη εἶναι τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων, διότι κατὰ τὰ ἐν Ὀδ. Λ. 262 ὁ Ἀμφίων καὶ ὁ Ζῆθος ἦσαν οἱ κτίτορες αὐτῆς. Ὁ Κάδμος λέγεται ὅτι ἤνεγκεν ἐκ Φοινίκης τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν ἀλφάβητον ἐκ δεκαὲξ γραμμάτων, ὁπόθεν ταῦτα ἐκλήθησαν Καδμήϊα ἢ Φοινικήϊα γράμματα (Ἡρόδ. 5. 58, 59)· ταῦτα βραδύτερον ηὐξήθησαν τῇ προσθήκῃ ἄλλων ὀκτὼ γραμμάτων καλουμὲνων Ἰωνικῶν, η ω θ φ χ ζ ξ ψ· πρβλ. Wolf Προλεγ. σ. li κἑξ. (Κάδμος πιθαν. = τῷ: ὁ ἐξ Ἀνατολῶν ἄνθρωπος, πρβλ. τὸ Ἑβρ. Qedem = Ἀνατολή).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cadmos, fondateur de Thèbes.
Étymologie: pê de κατά et δάμνημι, litt. « le dompteur, le vainqueur » -- DELG aucune étym. assurée, que ce soit du grec κέκασμαι ou par emprunt.