θύσανος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A tassel: mostly in pl., tassels, fringe, Hom. (only in Il.), of the tassels of the αἰγίς, 2.448; ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ 14.181, cf. Hes.Sc.225, Hdt.4.189; οἱ τῆς ὀθόνης θ. Ach.Tat.5.24; πέπλος ἄχρι τῶν θ. πεποικιλμένος Them.Or.18.222c; of the tufts of the golden fleece, Pi.P.4.231; of the long arms of the cuttle fish, Opp.H.3.178; δικτυωτὸς θ. D.S.18.26. (Possibly connected with θύσσομαι, θύω.)
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ (von θύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der αἰγίς, Il. 2, 448, an der ζώνη, 14, 181; θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ θύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; δικτυωτός D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind θύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
Greek (Liddell-Scott)
θύσᾰνος: ῠ, ὁ, κροσσός, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κροσσοί, κροσσωτὸν κόσμημα, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος Β. 448· καὶ ἐπὶ τῆς ζώνης τῆς Ἀθηνᾶς (πιθανῶς τὸ αὐτό), Ξ. 181, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225, Ἡρόδ. 4. 189· κιθὼν θυσανωτὸς Ἡρόδ. 2. 81 (ὅρα παράστασίν τινα ἐν τῷ Ἡροδ. τοῦ Rawlinson ii σ. 133)· ἐπὶ τῶν ἐρίων τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Πίνδ. Π. 4. 411· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς τευθίδος (σηπίας), Ὀππ. Ἁλ. 3. 177· θύσανος δικτυωτὸς ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας Διόδ. 18. 26. (Ἴσως ἐκ τοῦ θύω, ἕνεκα τῆς συνεχοῦς κινήσεως).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
frange, bordure.
Étymologie: θύω².
English (Autenrieth)
pl., tufts, tassels, fringe. (Il.)