θεόσδοτος
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ον, poet. and later Prose for θεόδοτος,
A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.
German (Pape)
[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεόδοτος.
English (Slater)
θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.