ἔντος
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
τό,
German (Pape)
[Seite 857] τό, sing. zu ἔντεα (w. m. s.), Archil. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντος: τό, ἴδε ἔντεα, τά.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
d’ord. au pl. ἔντεα-η;
1 armes, armure ; particul. sorte de cotte de mailles ou de cuirasse;
2 tout ce qui sert à équiper, à garnir ; ἔντος δαιτός OD vaisselle d’un repas.
Étymologie: ἕννυμι.
English (Slater)
ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,
1 equipment
a armour χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον (O. 4.22) “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74)
b
I harness ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα (O. 13.20) βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (-ας v. l., -αις Σ) ἔντεσιν αὐχένας (P. 4.235)
II equipage of a chariot κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34) σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) (N. 9.22)
c ships' gear, sails (but cf. (O. 7.12) ) ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
d musical instrument παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) c. gen., defining, ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12)
English (Slater)
ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,
1 equipment
a armour χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον (O. 4.22) “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74)
b
I harness ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα (O. 13.20) βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (-ας v. l., -αις Σ) ἔντεσιν αὐχένας (P. 4.235)
II equipage of a chariot κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34) σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) (N. 9.22)
c ships' gear, sails (but cf. (O. 7.12) ) ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
d musical instrument παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) c. gen., defining, ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12)