Βοιώτιος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Béotie, Béotien ; en mauv. part lourdaud, béotien.
Étymologie: Βοιωτός.
English (Autenrieth)
Boeotian; subst. Βοιωτοί, Boeotians.
English (Slater)
Βοιώτιος
1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)
English (Slater)
Βοιώτιος
1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)