κῶμα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ατος, τό, (perh. cogn. with κεῖμαι, κοιμάω)
A deep sleep, αὐτῷ . . μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359; ἦ με . . μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag. 2 Medic., lethargic state, coma, κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.
German (Pape)
[Seite 1543] τό (vgl. κοιμαω), tiefer, fester Schlaf; μαλακόν Il. 14, 359 Od. 18, 201; κακόν Hes. Th. 798; ἀβληχρόν Ap. Rh. 2, 205; ὀλοόν Nic. Al. 458; auch a. Sp.; krankhafte Neigung zum Schlaf, Schlafsucht, das Zufallen der Augen beim Kranken ohne wirklichen Schlaf, Medic. – Pind. P. 1, 12 verbindet ἰαίνει καρδίαν κώματι, was ein Schol. durch θέλγμα übersetzt; Andere erkl. es = κῶμος; am besten ist an sanften Schlaf zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμα: τό, (κεῖμαι, κοιμάω) βαθὺς ὕπνος, λήθαργος, Λατ. sopor, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ φύλλον κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ κατάστασις, συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. κάρος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sommeil profond.
Étymologie: κοιμάω.