μηλοδόκος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A sheep-receiving, i.e. in sacrifice, Πυθών Pi.P.3.27.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυθών.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος πρόβατα, π.χ. εἰς θυσίαν, ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, δέκομαι.