ἄβροχος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ον, (βρέχω)
A unwetted, unmoistened, Aeschin.2.21, Nic.Th.339, Sotion p.183 W.; κατὰ πόντον ἄ. ἀΐσσεις Mosch.2.143 (v.l. ἄτρομος): c. gen., ἅλμης Nonn.D.1.75. Adv. -χως without getting wet, Lib.Or.11.217. 2 wanting rain, waterless, πεδία E.Hel.1485; Ἀρκαδίη Call.Jov.19. 3 not inundated, PHib.1.85 (iii B. C.), BGU455 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 5] (βρέχω), unbenetzt, ἄγκυρα Luc. pro merc. cond. 10, wo διάβροχος, wie Athen. II, 53 d τὰ βεβρεγμένα entgegensteht; μόλιβος P. Eil. 52 (VI, 66); ὕδωρ, das mit dem Meere sich nicht vereinigende Wasser des Alpheus, Nestor. 2 (IX, 536); ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν, trockenen Fußes übersetzen, Luc. Balu. 2; – dürr, πεδία Eur. Hel. 1484; Ἀρκαδίη Callim. H. in Iov. 19, u. öfter, Sp. – Adv. ἀβρόχως-
Greek (Liddell-Scott)
ἄβροχος: -ον, (βρέχω) = ἄβρεκτος, ὁ μὴ βραχείς, μὴ ὑγρανθείς. Αἰσχίν. 31. 5, Νικ. Θ. 339· κατὰ πόντον ἄβροχος ἀΐσσεις, Μόσχ. 2. 139· ― ἄνευ βροχῆς, ἄνευ ὕδατος· πεδία Εὐρ. Ἠλ. 1484· ― Ἀρκαδίη, Καλλ. ὕμν. Δ. 19· ― ἄγκυρα Λουκ. ἀπολογ. 10, ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ διάβροχος, ὡς παρ’ Ἀθην. 2, 53, τὰ βεβρεγμένα. ἐπίρρ. ἀβρόχως μεταγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non mouillé.
Étymologie: ἀ, βρέχω.