ἁγής
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ές,
A guilty, accursed, dub. in Hippon.11. II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.
German (Pape)
[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.