ἀναπληρόω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπληρόω Medium diacritics: ἀναπληρόω Low diacritics: αναπληρόω Capitals: ΑΝΑΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: anaplēróō Transliteration B: anaplēroō Transliteration C: anapliroo Beta Code: a)naplhro/w

English (LSJ)

   A fill up a void, Pl.Ti.81b, cf. 78d; τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας, τοῦ ῥυθμοῦ, A.D.Synt.266.22, Luc.Tim.1:—Pass., to be filled up, Arist.Cael.306b4.    2 make up, supply, εἴ τι ἐξέλιπον ἀ. Pl.Smp.188e; τὴν ἔνδειαν Arist.Pol.1318b22; τοὺς . . ἀμόρφους ἀνατληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης compensates them, Id.Fr.101:—Med., δώματ' ἀ. fill their houses, E.Hel.907.    3 fill up the numbers of a body, τὴν βουλήν Plu.Publ.11, cf. X.Vect.4.24; ἀ. τὴν συνηγορίαν fill the place of advocate (left vacant by another), Plu.Crass.3, cf. 1 Ep.Cor.14.16.    4 pay in full, τὰς ὠνάς, of tax-farmers, PPar.62.5.3 (ii B. C.):—in Med., get paid, receive, ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα D. 27.13.    5 use expletive particles, Demetr.Eloc.58.    6 fulfil, ἀναπληροῦται ἡ προφητεία Ev.Matt.13.14; of a task, perform, PPetr. 3p.104.    II Pass., to be restored to its former size or state, ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος, after an eclipse, Th.2.28; ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως being in process of restoration, Arist.EN1153a2, cf. HA548b18.

German (Pape)

[Seite 202] ansfüllen, ergänzen, τὸ κενωθέν Plat. Tim. 81 b; εἴ τι ἐξέλιπον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; eine Zahl vollzählig machen, τοὺς διακοσίους Dem. 14, 16; vgl. Xen. Vect. 4, 24; τὴν βουλήν Plut. Popl. 11; τὰς τάξεις Pyrrh. 18; – pass., wieder voll werden, ὁ ἥλιος ἀνεπληρώθη Thuc. 2, 28; erfüllen, τινός, Plut.; bezahlen, Appian. – Med. δώματα Eur. Hel. 908; – ἀναπληρωτέον τὴν ἀλήθειαν, man muß die volle Wahrheit geben, Plut. Cim. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπληρόω: γεμίζω πάλιν μέρος κενωθέν, Πλάτ. Τίμ. 81Β, πρβλ. 78D: - παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι ἐντελῶς, Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 1. 2) συμπληρῶ, χορηγῶ, παρέχω τὸ ἐλλεῖπον, εἴ τι ἐξέλιπον, ἀν. Πλάτ. Συμπ. 188Ε· τὴν ἔνδειαν Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 4· τοὺς .. ἀμόρφους ἀναπληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης, ἀποζημιώνει, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 108: - Μέσ., δώματ’ ἀναπληρουμένους, πληροῦντας καλῶς τὰς ἑαυτῶν οἰκίας, Εὐρ. Ἑλ. 906. 3) συμπληρῶ ἀριθμόν τινα, τὴν βουλὴν Πλουτ. Ποπλ., τὰς τάξεις Πύρρ. 18, τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους ἀναπληρῶσαί φημι χρῆναι καὶ ποιῆσαι δισχιλίους Δημ. 182. 12, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 4. 24· ἀν. τὴν συνηγορίαν, καταλαμβάνω τὴν θέσιν τοῦ συνηγόρου (καταλειφθεῖσαν κενήν), ἀντικαθιστῶ, Πλουτ. Κράσσ. 3. 4) ἀποτίνω, πληρώνω μέχρις ὀβολοῦ, κατὰ μέσ., ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα Δημ. 817. 26. ΙΙ. παθ., ἀποκαθίσταμαι εἰς τὸ πρότερόν μου μέγεθοςσχῆμα, ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος, μετὰ ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως, ἀποκαθισταμένης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. (ἀνά, en haut);
1 remplir complètement, combler;
2 compléter;
3 accomplir;
II. (ἀνά, de nouveau) remplir de nouveau : ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος THC le soleil parut de nouveau dans son plein après une éclipse ; fig. restaurer.
Étymologie: ἀνά, πληρόω.