ἀνώμοτος

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώμοτος Medium diacritics: ἀνώμοτος Low diacritics: ανώμοτος Capitals: ΑΝΩΜΟΤΟΣ
Transliteration A: anṓmotos Transliteration B: anōmotos Transliteration C: anomotos Beta Code: a)nw/motos

English (LSJ)

ον, (ὄμνυμι)

   A unsworn, not bound by oath, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.Hipp.612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737. Adv. -τως Aristid.Or.28(49).94.    II not sworn to, εἰρήνη D.19.204.

German (Pape)

[Seite 268] (ὄμνυμι), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν ἀνώμοτος Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – εἰρήνη Dem. 19, 204, nicht beschworen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν ἀνώμοτος (ἐνώμοτος, Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. εἰρήνη, ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas juré;
2 non consacré par un serment.
Étymologie: ἀ, ὄμνυμι.