ἀπακριβόομαι
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A to be highly wrought or finished, πρὸς κάλλος Pl.Lg. 810b; λόγος ἀπηκριβωμένος Id.Ti.29c, Isoc.4.11, cf. Pl.Phlb.59d; παιδεία Isoc.15.190; τὰ μάλιστ' ἀπηκρ. the most perfect creatures, Arist.PA666a28; of persons, ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι accurately versed in a thing, Isoc.12.28; cf. ἀπηκριβωμένως. II Med., finish off, make perfect, of sculpture, APl.4.172 (Alex.Aet.), cf. 5.342; ἀ. ταῖς γραμμαῖς Luc.Im.16 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακρῑβόομαι: παθ., γίνομαι (ὑπό τινος) μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς κάλλος Πλάτ. Νόμ. 810Β· λόγος ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. ἀπηκριβωμένως ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον ἔργον τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16.