διεκπίπτω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A issue, escape through, φωτὸς -πίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.45U., cf. Ph.Bel.57.3: abs., escape, Arist.Pr.910a17; exude, τῶν πόρων Plu.2.51a, Gal.10.948; τι Onos. 21.1, Hld.10.28; διὰ τῆς πόλεως Arr.An.1.8.7. 2 escape, εἰς Θήβας D.S.4.54, cf. 12.56. II spread abroad, of a proverbial saying, Eust.ad D.P.809.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πίπτω), durch- u. herausfallen, sich durchschlagen, entkommen; Plut. Anton. 67; εἰς τοὔμπροσθεν Pelop. 17, u. öfter; εἰς Θήβας D. Sic. 4, 54; auch τὸν περίβολον, durch, Heliod. 10, 28.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπίπτω: ἐξορμῶ, πίπτω διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. διέρχομαι ἐντελῶς καὶ ἐξέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διεξέπεσον;
s’échapper à travers.
Étymologie: διά, ἐκπίπτω.