δηρός
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Dor. δᾱρός, ά, όν, (cf. δήν)
A long, too long, δηρὸν χρόνον Il. 14.206, h.Cer.282: more freq. δηρόν (sc. χρόνον) as Adv., all too long, Il.2.298, etc.; also ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰὼν ἔσσεται 9.415, cf. Musae.291: freq. with neg., οὐδέ σέ φημι δ . . . ἀλύξειν Il.10.371, cf. 2.435, etc.: Trag. use only Dor. form, πολὺν δαρόν τε χρόνον S.Aj.414 (lyr.), cf. A.Supp.516, E.IT1339; δαρόν alone, A.Pr.648, 940, S., etc.; also δαρὸν χρόνου πόδα time's lingering foot, E.Ba.889 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 569] ά, όν, lange dauernd; dorisch δαρός; ein Wort, welches schon vor Homer als Nomen außer Gebrauch kam; bei Homer findet sich nur der accusat. δηρόν als adverb., dies aber oft. Iliad. 14, 206. 305 verstanden Sophokles und Euripides den Ausdruck δηρὸν χρόνον irrthümlich so, als wenn δηρόν adjectiv. zu χρόνον sei, und hierauf gestützt sagten sie selber πολὺν δαρόν τε χρόνον und im nominativ. δαρὸς χρόνος. So war denn, weil man einen Ausdruck Homers mißverstand, das längst erstorbene Nomen δαρός künstlich wiederbelebt. Das Genauere s. s. v. δηρόν.
Greek (Liddell-Scott)
δηρός: -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) μακρός, παραπολὺ μακρός, δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· συχνάκις μετ᾿ ἀρνητ., οὐδέ σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. Ἀθήνη, κυνηγός, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de longue durée : ἐπὶ δηρόν ou abs. δηρόν, longtemps ou trop longtemps.
Étymologie: cf. δήν.
English (Autenrieth)
(δϝήν): long; χρόνον, Il. 14.206, 305; usually adv., δηρόν, ἐπὶ δϝηρόν, Il. 9.415.