ἐνερευθής
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ές,
A somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.
German (Pape)
[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.