ἐνδιατρίβω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
[ῑ], pf.
A -τέτρῐφα Arist.Mete.357a4:—spend or consume in doing, Χρόνον Ar.Ra.714, Th.2.18, 85. II abs. (sc. Χρόνον or βίον), spend time in a place, αὐτόθι D.33.5; τῇ Χώρᾳ Plb.3.88.1, etc.; ἐν τόπῳ D.S. 5.44; ἀνθρωπίσκοις among them, Luc.Alex.33. 2 waste time by staying in a place, linger there, Th.5.12, 7.81, etc. 3 continue in the practice of a thing, τοῖς ἠθάσι . . τοῖς ἀρχαίοις Ar.Ec.585, cf. Pl. Grg.484c, R.487d; ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν ἔν τινι let one's eyes linger on it, X.Cyr.5.1.16; ἐ. λόγοις καὶ ἔργοις linger fondly on them, Luc.Nigr.7; τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2; κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr.217; περὶ μουσικήν Ath.14.623e; ἐ. ὅθεν ἡσυχιεῖ Epicur. Nat.27 G.; esp. dwell upon a point (in speaking), Aeschin.3.201, cf. Arist.Pol.1258b35, Jul.Or.1.45b; περί τινος Arist.Metaph.989b27; τῷ Χρησίμῳ Hermog.Prog.7, etc.
German (Pape)
[Seite 833] darin, dabei verweilen, damit seine Zeit zubringen, Plat. Gorg. 484 c u. sonst; bes. von geistigen Beschäftigungen, λόγοις Luc. Nigr. 7; vgl. Plat. Rep. VI, 487 d; περὶ τὴν μουσικήν Ath. XIV, 623 c. – Vom Orte, Thuc. 5, 12; αὐτόθι Dem. 33, 5; τῇ χώρᾳ Pol. 3, 88; κατὰ τὴν Ἰταλίαν D. Sic. 14, 107; τοιούτοις ἀνθρώποις, unter solchen Menschen, Luc. Alex. 33; oft bei Rednern, die Zeit womit hinbringen, zögern, ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem. 48, 20; mit dem Zusatz χρόνον, Ar. Ran. 714; Thuc. 2, 85; c. partic., πλέοντες 3, 29; – ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν, den Blick darauf verweilen lassen, Xen. Cyr. 5, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιατρίβω: μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 7· ― δαπανῶ, καταναλίσκω τι, χρόνον ἐνδιατρίψει Ἀριστοφ. Βάτρ. 714, Θουκ. 2. 18, 85. ΙΙ. ἀπολ. (ὑπακ. χρόνον ἢ βίον), καταναλίσκω χρόνον διαμένων ἔν τινι τόπῳ, διὰ τὸ ἐνδιατρῖψαι αὐτόθι Δημ. 893. 28· τῇ χώρᾳ Πολύβ. 3. 88, 1, κτλ· ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 44· τί τοίνυν μέμφασθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ εἰ τοιούτοις ἀνθρωπίσκοις ἐνδιατρίβειν ἠξίου; Λουκ. Ἀλεξ. 33. 2) διατρίβω, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν Θουκ. 5. 12., 7. 81· ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ θέματος ἐνδιατρίψῃ Πλάτ. Γοργ. 484C. κτλ. 3) ἐμμένω, τοῖς ἠθάσι... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 585, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487D· προσηλώνω, ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· τούτοις (τοῖς ἔργοις καὶ λόγοις) ἐνδιατρίβοντες, ἀνακυκλοῦντες ἐν τῷ νῷ, Λουκ. Νιγρ. 7, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 2· κατά τι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 17· περί τινος Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16· περί τι Ἀθήν. 623Ε· ἀπολ., ἐπιμένω εἴς τι (ὁμιλῶν), Αἰσχίν. 82. 33, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
1 employer à, occuper à : χρόνον passer son temps à qch;
2 abs. passer son temps dans ; s’attacher à : τινι à qch (à certaines coutumes, à une étude, etc.) ; abs. s’attacher à un point, insister sur qch (dans un discours).
Étymologie: ἐν, διατρίβω.