δάσμευσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dividing, distributing, X.An.7.1.37.
German (Pape)
[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.