ἀκρατισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A breakfasting, Ath.1.11d, v.l. in Theoc.1.51 (ap.Sch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτισμός: ὁ, = τὸ ἀκρατίζεσθαι, προγευματίζειν, Ἀθήν. 11D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.