ἀνδίκτης
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ου, ὁ, for ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν),
A catch of a mousetrap, Call.Fr.233.
German (Pape)
[Seite 216] (ἀναδίκω), ὁ, Mausefalle, Callim. frg. 233 bei Poll. 10, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδίκτης: -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον» Ἡσύχ., ὅπερ καὶ ῥόπτρον λέγεται· κατὰ Σουΐδαν ὅμως καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ ἀνδίκτης ἦτο εἶδος παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.